πασαλίκι

πασαλίκι
το
(λ. τουρκ.)
1. το αξίωμα του πασά.
2. η περιοχή εξουσίας του πασά.
3. μτφ., η άνετη και ξέγνοιαστη ζωή: Περνάμε πασαλίκι εδώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πασαλίκι — το 1. η ιδιότητα και το αξίωμα τού πασά 2. διοικητική περιοχή υπό την εξουσία τού πασά 3. μτφ. καλοπέραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pasalik] …   Dictionary of Greek

  • Αϊσέ — I (1694 – 1733). Κιρκάσια πριγκίπισσα. Αιχμαλωτίστηκε σε παιδική ηλικία από τους Τούρκους σε επιδρομή εναντίον της πατρίδας της και πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης. Αγοράστηκε προς 1.500 φράγκα της εποχής από τον κόμη Ντε Φεριόλ …   Dictionary of Greek

  • αναχρονισμός — Η αναφορά ενός γεγονότος, όχι στον σωστό του χρόνο, αλλά σε άλλον. Αυτό γίνεται επίτηδες, για την εξυπηρέτηση κάποιου συγκεκριμένουσκοπού. Όταν π.χ. πούμε «Έρχομαι από τα Γιάννενα όπου ο Αλή πασάς κυβερνούσε τυραννικά» κάνουμε α., γιατί από το… …   Dictionary of Greek

  • πασαλίδικος — η, ο αυτός που χαρακτηρίζει τον πασά («πασαλίδικη ζωή» ζωή με όλες τις ανέσεις και υλικές απολαύσεις). επίρρ... πασαλίδικα με τρόπο που αρμόζει σε πασά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασάς / πασαλίκι + κατάλ. ίδικος (πρβλ. μερακλ ίδικος)] …   Dictionary of Greek

  • Βρυώνης, Ομέρ — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Τουρκαλβανός στρατιωτικός ηγέτης. Ονομαστός πολέμαρχος στην υπηρεσία του σουλτάνου κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, καταγόταν από τον γνωστό ελληνικό οίκο των Βρυώνηδων που εξισλαμίστηκε μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… …   Dictionary of Greek

  • Ιμπραήμ πασάς — (Καβάλα 1789 – Κάιρο 1848). Αλβανός στρατηγός, αντιβασιλιάς της Αιγύπτου. Γιος του Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου από τον γάμο του με μια πλούσια χήρα, θεωρείται από τα σημαντικότερα πρόσωπα στην ιστορία της Αιγύπτου κατά το πρώτο μισό του 19ου αι. Τον …   Dictionary of Greek

  • Πασόμπεης, Ισμαήλ — (18ος – 19ος αι.). Αλβανός σύμβουλος των Τούρκων. Γεννήθηκε στα Γιάννενα, όπου αργότερα ήρθε σε ρήξη με τον Αλή πασά, ο οποίος επιχείρησε πολλές φορές να τον εξοντώσει. Για να γλιτώσει, εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και κατά καιρούς κατέφυγε στη… …   Dictionary of Greek

  • paşe — páşe ( şi), s.m. – Tltlu dat în Imperiul Otoman unor înalţi funcţionari. – var. paşă, înv. paşa, pl. paşale. Mr. păşe, paşă, megl. paşă. tc. paşa, pl. paşalar (Şeineanu, II, 285; Lokotsch 1640), cf. ngr. πασιά, πασᾶς, alb …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”